Δευτέρα 25 Αυγούστου 2008

Η επανάσταση και ο φωτογράφος χωρίς όνομα











Αντιγράφω από το χθεσινό "Βήμα"

Σαράντα χρόνια μετά τη νύχτα της 20ής προς την 21η Αυγούστου, όταν οι κάτοικοι της τσεχοσλοβακικής (τότε) πρωτεύουσας είδαν το όνειρο του «σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο» να σβήνει κάτω από τις ερπύστριες των σοβιετικών αρμάτων μάχης. Ο Γιόζεφ Κουντέλκα ήταν ανάμεσά τους με τη φωτογραφική μηχανή του και έκανε το πρώτο βήμα προς τη διεθνή αναγνώριση με φωτογραφίες που κυκλοφόρησαν σε όλον τον ελεύθερο κόσμο χωρίς το όνομά του

Πέρασαν κιόλας 40 χρόνια από τη μαύρη νύχτα της 20ής προς την 21η Αυγούστου 1968 - τότε που οι κάτοικοι της Πράγας είδαν, μέσα στο κατακαλόκαιρο, τη σύντομη πολιτική τους Ανοιξη να μετατρέπεται σε ζοφερό χειμώνα και τον (ουτοπικό αλλά τόσο εύηχο!) «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο» να συνθλίβεται κάτω από τις ερπύστριες των ρωσικών αρμάτων μάχης. Αυτή τη φορά οι Ρώσοι δεν είχαν έρθει, όπως το '45, για να απελευθερώσουν τους Τσεχοσλοβάκους από τον μελανοχίτωνα ζυγό του ναζισμού· αντίθετα, είχαν γίνει οι ίδιοι φορείς ενός ντυμένου στα κόκκινα αλλά εξίσου απάνθρωπου και ιμπεριαλιστικού φασισμού, είχαν έρθει για να απελευθερώσουν τους άτακτους «υπηκόους» του σοβιετικού imperium από τον μεγαλύτερο εχθρό τους, τον εαυτό τους...

Οι Ρώσοι δεν ήρθαν βέβαια μόνοι τους: τους κάλεσαν στην Πράγα, με σειρά μυστικών επιστολών, οι ίδιοι οι δήθεν σύντροφοι του βασικότερου εκφραστή της Ανοιξης, του Σλοβάκου Αλεξάντρ Ντούμπτσεκ, οι κομματικοί μανδαρίνοι που έτρεμαν μη χάσουν την εξουσία και την περιώνυμη χρυσή κουτάλα της. Στις επιστολές αυτές, που είχαν αποδέκτη τον Λεονίντ Μπρέζνιεφ, η δράκα αυτή - ο Ιντρα, ο Μπίλακ, ο Κόλντερ, ο Σβέστκα - αυτοαποκαλούνταν «υγιείς δυνάμεις» του κόμματος και ζητούσαν επισταμένως την «αδελφική βοήθεια» της μαμάς ΕΣΣΔ προτού «η ξενοκίνητη», έλεγαν, «αντεπαναστατική κλίκα επικρατήσει ολοκληρωτικά στην κοινωνία». Και ο Μπρέζνιεφ, αυτή η προσωποποίηση της νομενκλατούρας και του γραφειοκρατικού ολοκληρωτισμού - και για πολλούς ο μέγας νεκροθάφτης του σοσιαλιστικού ονείρου, μετά τη σύντομη όσο και αμφιλεγόμενη μετασταλινική «αναλαμπή» του Νικίτα Χρουστσόφ - εισάκουσε τις οιμωγές τους αποστέλλοντας στην Τσεχοσλοβακία 400.000 βαριά οπλισμένους «κομμουνιστές»...

Ο Ντούμπτσεκ δεν ήταν βέβαια ούτε «δεξιός» ούτε πράκτορας ούτε - πολύ περισσότερο - «αντικομμουνιστής». Τουναντίον, υπήρξε ένας κλασικός κομματικός «απαράτσικ», ένα στέλεχος του κόμματος με βαθιά μαρξιστική παιδεία, που λίγους μήνες νωρίτερα είχε κατακτήσει την εξουσία στη χώρα με ένα τυπικό εσωκομματικό «αυλικό πραξικόπημα» - αντικαθιστώντας τον αμόρφωτο, γηραλέο και καταγέλαστο, ακόμη και από τους ίδιους τους πιστούς οπαδούς του ΚΚ, Αντονιν Νόβοτνι, τον άνθρωπο που από το κομμουνιστικό πραξικόπημα του 1948 και το τέλος της τριετούς «λαϊκής δημοκρατίας», της πραγματικής «Ανοιξης», και δώθε εκπροσωπούσε για τους Τσεχοσλοβάκους όλα τα αρνητικά στοιχεία του καθεστώτος: τη φτώχεια, την υπανάπτυξη, την έλλειψη βασικών αγαθών, την καφκική γραφειοκρατία, την πανταχού παρούσα διαφθορά, τη διγλωσσία των κομματικών ΜΜΕ και φυσικά τη δουλικότητα έναντι των ξένων «αφεντικών» από την Ανατολή. Και βέβαια το τεράστιο οικονομικό και πολιτισμικό χάσμα που χώριζε πλέον την άλλοτε πλούσια χώρα από τους κεντροευρωπαίους γείτονές της, δηλαδή την Αυστρία και τη Δυτική Γερμανία, που καμία προπαγάνδα δεν μπορούσε να κρύψει.

Μάταια θα ψάξει κανείς στο βραχύβιο «Πρόγραμμα Δράσης» του Ντούμπτσεκ και των συντρόφων του - του Τσέρνικ, του Σμρκόφσκι, του Κρίγκελ, του Σπάτσεκ - της «μεταρρυθμιστικής» πτέρυγας του κόμματος κάποια αντισοβιετική ή αντικομμουνιστική πλευρά: ο «δημοκρατικός σοσιαλισμός», όπως ονόμασαν τη νέα κομματική «γραμμή» τους, περιοριζόταν αυστηρά στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας και είχε ως στόχο την «εθνική παλιγγενεσία», τον «εκδημοκρατισμό» και πρωτίστως την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης μέσω της ελαφράς, όσο πατάει η γάτα, «φιλελευθεροποίησης» και «αποκέντρωσης» - πάντα μέσα στις γενικότερες μαρξιστικές επιταγές και με σύνθημα το περίφημο «Από καθέναν ανάλογα με τις δυνατότητές του στον καθέναν ανάλογα με τις ανάγκες του». Ηθελαν, λέει, να πείσουν τον τσεχοσλοβακικό λαό για τις «λαμπρές προοπτικές του σοσιαλισμού» - αλλά χωρίς κουβέντα για πολυκομματική δημοκρατία, ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, κατάργηση της λογοκρισίας και πλήρη ελευθερία έκφρασης και άλλα τέτοια «ταμπού».

Ο ορίζοντας για όλα αυτά μάλιστα τοποθετήθηκε στο μακρινό 2000 - ενώ σε όλη τη διάρκεια της κρίσης με τη Μόσχα, και ιδιαίτερα τις τελευταίες εβδομάδες πριν από την εισβολή, ο Ντούμπτσεκ παρέμενε σε συνεχή επικοινωνία με τον Μπρέζνιεφ, προσπαθώντας μάταια να τον πείσει για την κομματική νομιμοφροσύνη του... Στην τελευταία τους κατ' ιδίαν συνάντηση, που πραγματοποιήθηκε την 1η Αυγούστου στην κομματική «ντάτσα» της Τσιέρνα, όπως και στις δύο τηλεφωνικές συνομιλίες που ακολούθησαν, ο Ντούμπτσεκ έφτασε να υποσχεθεί στον σοβιετικό «τσάρο» πως θα αποκαθιστούσε «πάση θυσία» το χαμένο κύρος του κόμματος - ακόμη και με σκληρά μέτρα καταστολής. Ο Μπρέζνιεφ όμως δεν τον πίστεψε: η κόκκινη μηχανή είχε πάρει μπροστά.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η επίσημη τσεχοσλοβακική κυβέρνηση και το κόμμα, πέρα από μια σύντομη ανακοίνωση καταδίκης της εισβολής, δεν έκανε απολύτως τίποτε για να εμποδίσει την ντε φάκτο κατάκτηση της χώρας ή να οργανώσει κάποια μορφή παθητικής έστω αντίστασης στα ρωσικά τανκς: ο Ντούμπτσεκ και οι «μεταρρυθμιστές» του, που αργότερα ηρωοποιήθηκαν για τη «γενναία» δήθεν στάση τους, περίμεναν υπομονετικά τη σύλληψή τους στα γραφεία του κόμματος - οι άπραγοι της Πράγας... Τα περισσότερα βαρέα άρματα μάχης και οχήματα μεταφοράς προσωπικού που βλέπετε στις διάσημες φωτογραφίες του Γιόζεφ Κουντέλκα δεν μπήκαν οδικώς στη χώρα αλλά μεταφέρθηκαν μέσα σε τεράστια σοβιετικά μεταγωγικά, τα οποία προσγειώθηκαν χωρίς αντίσταση στα μεγάλα αεροδρόμια της Πράγας, της Μπρατισλάβας και του Μπρνο, όπου τα υποδέχθηκαν με τιμές οι διάφοροι πουλημένοι «απαράτσικ» του στρατού και του κόμματος - οι οποίοι, άλλωστε, όπως είδαμε νωρίτερα, τα είχαν «αρμοδίως» προσκαλέσει.

Εκεί ακριβώς έγκειται και το πραγματικό μεγαλείο της αντίστασης του τσεχοσλοβακικού λαού, που επί μία εβδομάδα - ακέφαλος, ανοργάνωτος, εγκαταλελειμμένος στη μοίρα του (όπως ακριβώς και στο Μόναχο, το 1938) από τους δυτικούς «φίλους», που μόνο κροκοδείλια δάκρυα έχυσαν για χάρη του - πρόβαλλε τα στήθη του στα ρωσικά τανκς και στους ντόπιους συνεργάτες του Κρεμλίνου. Οχι με τα πιστόλια και τις μολότοφ - αν και δεν έλειψαν εντελώς και αυτά - αλλά με τα αυτοσχέδια οδοφράγματα, τα πάσης φύσεως μικροσαμποτάζ, τα εμπρηστικά συνθήματα στους τοίχους και τις παράνομες ραδιοφωνικές εκπομπές, την ανοιχτή περιφρόνηση προς τους ρώσους φαντάρους και πάνω απ' όλα με το ανίκητο, διαβρωτικό χιούμορ των απλών ανθρώπων που μετέτρεψε για λίγες ημέρες την Πράγα σε παγκόσμια πρωτεύουσα της σάτιρας απέναντι στους ισχυρούς, μια πόλη που θα έκανε υπερήφανους τον Διογένη και τον Αριστοφάνη...

«Χέσαμε τη Δύση και τα σκατά μάς ήρθαν από την Ανατολή - ιδού η απόδειξη πως η Γη είναι στρογγυλή!» έγραψε ένα αόρατο χέρι στους σημαδεμένους από σφαίρες τοίχους της πλατείας Βάτσλαβσκε στην παλιά πόλη. Αλλα χέρια, αψηφώντας τα πολυβόλα, ξεγλιστρούσαν τη νύχτα ανάμεσα στα τανκς και ζωγράφιζαν πάνω στη θωράκιση σβάστικες στο εσωτερικό των κόκκινων αστεριών. «Γνωρίσατε τον πολιτισμό, τώρα τραβάτε σπίτια σας!» φώναζαν - σε άψογα ρωσικά - ανώνυμες γυναίκες στους πεινασμένους και κουρασμένους Ρώσους, στους οποίους αρνήθηκαν να πουλήσουν έστω και ένα κομμάτι ψωμί ή ένα ποτήρι νερό: «Ούτε νερό (voda, στα τσεχικά) ούτε βότκα στον κατακτητή»!

Η μαζική «ανυπακοή» πληρώθηκε ακριβά: πάνω από 100 νεκροί, 400 βαριά και 500 ελαφρά τραυματισμένοι είναι ο σύγχρονος, ψύχραιμος απολογισμός της τραγωδίας. Οι περισσότεροι, νέοι άνθρωποι που χάθηκαν είτε από τον «υπερβάλλοντα ζήλο» των ρώσων στρατιωτών (σαν τον νεαρό άνδρα που εκτελέστηκε εν ψυχρώ με μια ριπή ενώ διαδήλωνε μπροστά στο κτίριο του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας) ή από ατύχημα (σαν την ανώνυμη γυναίκα που συνεθλίβη κάτω από τις ερπύστριες όταν ένα τανκ πέρασε μέσα από το πλήθος των διαδηλωτών σε κεντρική πλατεία της Πράγας). Χιλιάδες ήταν και οι συλληφθέντες - άλλοι από την πρώτη ημέρα...

Στις 27 του μηνός, έτσι κι αλλιώς, όλα είχαν τελειώσει. Ο Μπρέζνιεφ και το σοβιετικό «πρεζίντιουμ» συνειδητοποίησαν ότι η εισβολή είχε αποτύχει πολιτικά και διέταξαν την «απελευθέρωση» των αντιφρονούντων. Το άτακτο πρόβατο έπρεπε να επιστρέψει μόνο του στο μαντρί - και ο Ντούμπτσεκ, που μαζί με τους συντρόφους του είχε μεταφερθεί «για λόγους ασφαλείας» σε ένα δάσος της Ουκρανίας, επέστρεψε πράγματι για να ψελλίσει από ραδιοφώνου μια κακογραμμένη «ξύλινη» ομιλία για την ανάγκη «σταθεροποίησης» και «ομαλότητας».

Οι ομοεθνείς του, νικημένοι αλλά συνάμα νικητές, όχι μόνο τον συγχώρεσαν αλλά τον αναγόρευσαν σε μάρτυρα: ακόμη και από τα ερτζιανά μπορούσαν θαρρείς να δουν το χαμογελαστό του πρόσωπο, το τόσο διαφορετικό από εκείνο του Νόβοτνι, να τους μιλάει για ένα καλύτερο μέλλον και για έναν σοσιαλισμό (ή έστω, διάβολε, έναν «λαϊκό καπιταλισμό»!) με ανθρώπινο πρόσωπο, που ακόμη και σήμερα, 20 χρόνια μετά την πτώση του Τείχους, πολλοί από αυτούς περιμένουν να έρθει...

Η Τσεχοσλοβακία βέβαια έκανε από τότε μεγάλα βήματα: από «αποπαίδι» του Συμφώνου της Βαρσοβίας έγινε ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ΝΑΤΟ, σημείωσε θεαματική - αν και κοινωνικά άνιση - οικονομική ανάπτυξη και εξελίχθηκε σε σημαντικό τουριστικό προορισμό. Πλήρωσε ωστόσο και ακριβό τίμημα - πρώτα με τη μορφή του βιαστικού «βελούδινου διαζυγίου», που ικανοποίησε τον σλοβακικό και τον τσεχικό εθνικισμό αλλά αποδυνάμωσε τη χώρα, και ύστερα με τη μορφή της εγκατάλειψης του κράτους προνοίας και την πρόσδεση στο πολιτικο-οικονομικό άρμα της Γερμανίας, των ΗΠΑ και άλλων μεγάλων δυνάμεων-«σωτήρων» που έσπευσαν, ως συνήθως, να καλύψουν το κενό εξουσίας μετά την αποχώρηση των Ρώσων.

Σήμερα η κοινή της γνώμη μοιάζει πιο διχασμένη, γεωπολιτικά, παρά ποτέ - καθώς η «φιλοατλαντική» πλέον ηγεσία της ετοιμάζεται να εγκαταστήσει στο έδαφός της τα ραντάρ της περιβόητης αντιπυραυλικής ασπίδας των ΗΠΑ - μετατρέποντας την Τσεχία για μία ακόμη φορά σε στόχο του ρωσικού στρατού, παρά την αντίθετη γνώμη του 70% των τσέχων πολιτών. Αρκετοί Τσέχοι, ανήσυχοι για την υπερβολικά «δυτικόστροφη» πορεία της χώρας, έχουν ήδη αρχίσει να νοσταλγούν τα χαμένα συνθήματα της Ανοιξης του '68: Ελευθερία, σοσιαλισμός, κυριαρχία και αυτοδιάθεση...
Κουντέλκα: φωτογραφικό «καρτέρι» στα τανκς

«Καρτέρι» στα τανκς είχε στήσει με τη φωτογραφική του μηχανή και ένας νεαρός Τσέχος, ο Γιόζεφ Κουντέλκα. Γιος ράφτη από το μικρό χωριό Μποσκοβίτσε, ο Κουντέλκα πέρασε ένα καλοκαίρι στα 14 του μαζεύοντας φράουλες για να αγοράσει την πρώτη του κάμερα και στη συνέχεια ασχολήθηκε κυρίως με την απαθανάτιση θεατρικών παραστάσεων - προτού η μοίρα του κάνει κυριολεκτικά κλικ. «Δεν είχα ιδέα για τη φωτοειδησεογραφία» λέει σήμερα σε μία από τις - σπανιότατες - συνεντεύξεις του, «αλλά τα συναισθήματά μου για τα όσα συνέβαιναν ήταν πολύ δυνατά. Ηταν η δική μου χώρα, το δικό μου πρόβλημα. Αυτές τις φωτογραφίες τις τράβηξα για τον εαυτό μου, δεν είχα σκοπό να τις δημοσιεύσω. Δεν είμαι ιδιαίτερα θαρραλέος: απλά, όπου και να κοιτούσα γύρω μου, υπήρχε κάτι ενδιαφέρον για να φωτογραφίσω»...

Αυτές οι «ιδιωτικές» φωτογραφίες από την εξεγερμένη Πράγα, για τις οποίες ο Κουντέλκα έπαιξε κορόνα-γράμματα τη ζωή του, περιλαμβάνονται σήμερα ανάμεσα στα σπουδαιότερα φωτορεπορτάζ του 20ού αιώνα. Εναν ολόκληρο χρόνο μετά την εισβολή, τα «καυτά» αρνητικά έφθασαν λαθραία στα γραφεία του πρακτορείου Magnum, στο Παρίσι, και από εκεί στις σελίδες των «Sunday Times», με την υπογραφή ΡΡ - Prague Photographer, ο ανώνυμος φωτογράφος της Πράγας. Ο κόσμος έμεινε άφωνος από το άγνωστο ως τότε μεγαλείο των τσέχων και σλοβάκων αγωνιστών. Λίγους μήνες αργότερα ο Κουντέλκα έλαβε - δι' αντιπροσώπου, φυσικά, αφού η ζωή του συνέχιζε να κινδυνεύει όσο παρέμενε πίσω από το Παραπέτασμα - το βραβείο Ρόμπερτ Κάπα «για λήψη φωτογραφιών που απαίτησαν εξέχον θάρρος».

Το 1970 πήρε μια τρίμηνη άδεια εργασίας για την Αγγλία: ξαναείδε την πατρίδα του μετά την πτώση του Τείχους το 1989. Παραμένει ωστόσο «πολίτης του κόσμου», αμετανόητος ταξιδευτής και ερωτευμένος με τον φωτογραφικό φακό: «Εξακολουθώ να μην έχω αυτοκίνητο, τηλεόραση, κινητό τηλέφωνο και... σύζυγο. Ο,τι δεν έχω δεν το χρειάζομαι. Για μένα το πιο σημαντικό είναι να ξυπνάω το πρωί, να νιώθω καλά και να βγαίνω έξω να τραβήξω φωτογραφίες». Και συμπληρώνει χαμογελώντας, αυτό το γνήσιο τέκνο της Ανοιξης: «Κάποιος στην Ιταλία μου είπε ότι είμαι το σκυλί που ξέφυγε από την αλυσίδα... Εύχομαι να πεθάνω φωτογραφίζοντας»!

Οι φωτογραφίες που δημοσιεύονται εδώ αποτελούν δουλειά του Γιόζεφ Κουντέλκα και προέρχονται από την ίδια εφημερίδα. Η δημοσίευση κρίθηκε απαραίτητη για θυμούνται οι μεγαλύτεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι. Η καλλιέργεια ιστορικής μνήμης είναι πολλαπλά ωφέλιμη για όλους μας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου