Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2010

Ο Πετρουλάκης σχολιάζει την επικαιρότητα



Από την Καθημερινή

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2010

Η Μακρόνησος και οι "επισκέπτες" της

Διαβάζω στο ιστολόγιο "Πόντος και Αριστερά ένα πολύ τεκμηριωμένο κείμενο με τίτλο "Η Μακρόνησος και οι "επισκέπτες" της" νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να το διαβάσετε

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010

Ανθίμου πολιτικές απόψεις



Αυτό που δεν καταλαβαίνω ως Έλλην φορολογούμενος γιατί πρέπει κάθε Κυριακή να υφίσταμαι τον ρατσιστικό πολιτικό λόγο του κ Ανθίμου. ΑΝ ο σεβασμιότατος, και τον αποκαλώ έτσ, διότι κατά την εκκλησιαστική τάξη ούτως πρέπει να αποκαλείται εκτός της επαρχίας του θέλει να πολιτικολογεί από τηλεοράσεως ας το κάνει με δικά του έξοδα και όχι δικά μου. Δέστε και σχετικό σχόλιο στην Athens Voice

Γιάγκουρας: Το πρώτο δημοκρατικό δημοψήφισμα...

Γιάγκουρας: Το πρώτο δημοκρατικό δημοψήφισμα...

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2010

Γιώργος Μπουζιάνης


Πατέρας και γιος


Δένδρα στο ρυάκι

Ο Γιώργος Μπουζιάνης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1885 και πέθανε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 1959.
Ο πατέρας του ήταν έμπορος κρασιών και δημητριακών με καταγωγή από τα Μπουζιανέικα της Τρίπολης. Η μητέρα του, Χρυσάνθη το γένος Προκοπίου, ήταν αθηναϊκής καταγωγής.
Ο Μπουζιάνης μεγάλωσε στην αθηναϊκή γειτονιά της Νεάπολης. Σπούδασε ζωγραφική στην Σχολή Καλών Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) με δασκάλους τον Γ. Ροϊλό, τον Νικηφ. Λύτρα, τον Κ. Βολανάκη και τον Δ. Γερανιώτη. Το 1907, έφυγε για να συνεχίσει τις σπουδές ζωγραφικής στην Ακαδημία Τεχνών του Μονάχου κοντά στον Όττο Σάιτζ (Otto Seitz).
Από το 1910, άρχισε να εγκαταλείπει τις κλασικές για την εποχή ζωγραφικές αναζητήσεις, για να στραφεί προς πιο σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα. Το 1914 εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο για να μαθητεύσει κοντά στον ιμπρεσιονιστή Μαξ Λίμπερμαν. Από το 1917 στράφηκε προς τον γερμανικό εξπρεσιονισμό και σε ένα δικό του πολύ εκφραστικό ύφος. Στα έργα του άρχισε να δίνει περισσότερη έμφαση στην αποτύπωση της ανθρώπινης μορφής — κυρίως της γυναικείας φιγούρας — και στα συναισθήματα που γεννάει αυτή η αποτύπωση. Οι γερμανοί τεχνοκριτικοί δέχθηκαν θετικά τα νέα έργα του καλλιτέχνη και το 1924 έκλεισε συμβόλαιο με την γκαλερί Μπάρχφελντ. Το 1927 έγινε στο Κέμνιτς μεγάλη έκθεση έργων του στο μουσείο της πόλης. Κατόπιν, με την οικονομική στήριξη της γκαλερί Μπάρχφελντ, πήγε στο Παρίσι, όπου έζησε κατά την περίοδο 1929 έως 1932.
Λόγω της οικονομικής κρίσης που είχε χτυπήσει την Ευρώπη, αναγκάστηκε να επιστρέψει στο Μόναχο. Όμως, με την σταδιακή εξαφάνιση του εξπρεσιονισμού και την άνοδο του ναζισμού, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει και την Γερμανία, για να επιστρέψει τελικά το 1934 στην Ελλάδα.
Πριν επιστρέψει στην Ελλάδα, ο Έλληνας πρέσβης στο Βερολίνο, Αλέξανδρος Ρίζος-Ραγκαβής, μεσολάβησε για να διοριστεί καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Ο διορισμός αυτός τελικά δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, προς μεγάλη απογοήτευση του Μπουζιάνη. Επιπλέον, ο αθηναϊκός καλλιτεχνικός περίγυρος αντιμετώπισε αρχικά τον ζωγράφο με αδιαφορία έως εχθρότητα.
Τα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου ήταν πολύ δύσκολα για τον ζωγράφο. Μόνον το 1949, όταν πραγματοποίησε μεγάλη αναδρομική έκθεση στον «Παρνασσό», το φιλότεχνο κοινό άρχισε να μιλά και πάλι με ενθουσιώδη λόγια για το μοναδικό ύφος του Μπουζιάνη. Η φήμη του ξεπέρασε τα σύνορα της Ελλάδας για άλλη μια φορά, και τον επόμενο χρόνο (1950) εκπροσώπησε την χώρα στην Μπιενάλε της Βενετίας. Το 1956 τού απονεμήθηκε το α΄ ελληνικό βραβείο του Διεθνούς Διαγωνισμού Guggenheim.
Μετά τον θάνατό του, το σπίτι του ζωγράφου στην Δάφνη Αττικής αγοράστηκε από τον Δήμο Δάφνης και έχει μετατραπεί σε μουσείο. Έργα του Μπουζιάνη υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη καθώς και σε πολλές άλλες δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές εντός και εκτός Ελλάδας. Αναδρομικές εκθέσεις με έργα του πραγματοποιήθηκαν στην Εθνική Πινακοθήκη το 1977 και το 1985, και στο Μουσείο Μπενάκη το 2005.
Η τεχνοκριτικός Έφη Στρούζα αναγνωρίζοντας την αξία του έργου όπως και των άλλων μεγάλων της γενιάς του γράφει Οι βασικές αρχές των νεο-ιμπεριαλιστών και των συμβολιστών, που από τα τέλη του 19ου αιώνα δίνουν έμφαση στην εκφραστικότητα της δομής της γραμμής, του φωτός και του χρώματος, θα βρουν αντίθετα μεγάλη απήχηση στην ευαισθησία του Έλληνα καλλιτέχνη. Η υπογράμμιση αυτών των βασικών συνθετικών στοιχείων του πίνακα, απαλλαγμένη από την κυριαρχία της θεματικής και φιλολογικής σημασίας, περιγράφουν το χώρο και το αντικείμενο σα μια συγκεκριμένη οντότητα, μεταφερμένη όμως σ’ ένα αφηρημένο επίπεδο. Αυτή η μεταφορά δεν είναι ξένη για τον Έλληνα ζωγράφο, γαλουχημένο με την εικόνα της βυζαντινής τέχνης, από τη μια πλευρά, και από την άλλη, εκτεθειμένο στη φυσική πραγματικότητα στη φυσική πραγματικότητα του ελληνικού τοπίου, όπου το φως μετατρέπει τον όγκο σε σχήμα.
Με την στροφή του αιώνα, η ελληνική ζωγραφική θα εμπλουτιστεί με μια ακόμη μορφή που θ’ αφήσει έντονο το στίγμα της, τον Κωνσταντίνο Παρθένη. Μεταφέρει στην Ελλάδα, ήδη από τις αρχές του αιώνα, μια εντελώς διαφορετική οπτική στην απόδοση της μορφής και του χώρου. Η επιπεδότητα και οι σχεδόν μονοχρωματικές του συνθέσεις, τις οποίες πετυχαίνει με τονικές διαβαθμίσεις μεγάλης μαεστρίας, ανοίγουν ένα κεφάλαιο της ελληνικής ζωγραφικής, που θα θέσει τα θεμέλια για μια ανανεωμένη όραση του καλλιτέχνη. Η καλλιτεχνική παραγωγή που θα ακολουθήσει τις επόμενες δεκαετίες, ενισχυμένη από το μεγάλο δάσκαλο Παρθένη και από άλλες σύγχρονές του σημαντικές μορφές, τον Κωνσταντίνο Μαλέα, τον Μιχαήλ Οικονόμου, τον Σπύρο Παπαλουκά, θα δώσει τα φώτα σε πολλές επόμενες γενιές. Παράλληλα, από τη δεύτερη δεκαετία του εικοστού αιώνα, ένα άλλο μεμονωμένο πνεύμα βαθιάς δημιουργικότητας, ο Γιώργος Μπουζιάνης, αποκαλύπτει μια εντελώς διαφορετική πτυχή της ζωγραφικής, που έχει κάνει με τη διείσδυση μέσα στο φαινομενικό κόσμο, με τη διάλυση της αντικειμενικής όρασης μέσω της έκφρασης του ατομικού ψυχισμού. Το έργο του μπορεί να θεωρηθεί ένας ακρογωνιαίος λίθος στο χτίσιμο της ιστορίας της ελληνικής τέχνης και η επίδρασή του μπορεί να θεωρηθεί ως μια από τις οξύτερες, καθώς η προέκτασή της ξαναβρίσκεται σε πολλές εκδοχές του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, αλλά και της αφαιρετικής παραστατικής ζωγραφικής, τάσεις που απορρόφησαν μεγάλη ενέργεια του καλλιτεχνικού δυναμικού από τη δεκαετία του ’50 έως και του ’80.
Τα βασικά θεμέλια της μοντέρνας τέχνης στην Ελλάδα χτίζονται, σε χρονολογική σειρά αξιολόγησης, από αυτές τις φυσιογνωμίες. Το έργο τους εισχωρεί μέσα στο χώρο μιας διπλής διαλεκτικής, τόσο με το μοντέρνο πνεύμα όσο και με την αναζήτηση της ιδιαιτερότητας της προσωπικής τους γραφής και ταυτότητας. Για τον Παρθένη, ήταν ένας υπερβατικός χώρος. Για τον Μπουζιάνη, η αυθεντική ταυτότητα αντικατοπτριζόταν στο βαθύτερο ψυχισμό του ατόμου, στην αχαλίνωτη έκφραση μιας διεισδυτικής όρασης. Μέσα στα πλαίσια αναζήτησης του τρόπου διατύπωσης της αυθεντικής ταυτότητας του καλλιτέχνη και του πνευματικού ανθρώπου, ο μη-χώρος του Παρθένη συναντάται, στην ουσία, με τον εσωτερικό χώρο που διανοίγει ο Μπουζιάνης, στο σημείο που και οι δύο θέλησαν να κοιτάξουν πιο μακριά από τον καθαρά αντικειμενικό κόσμο.

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2010

Ράλλης Κοψίδης



Και οι δύο εικόνες είναι από την εικονόγραφηση του πρόναου της μονής Πεντέλης

Ο Ράλλης Κοψίδης γεννήθηκε στο Κάστρο Λήμνου το 1929, κατάγεται όμως από την Αλεξανδρούπολη. Από το 1949, και για τέσσερα χρόνια σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στο εργαστήριο του Ανδρέα Γεωργιάδη και στη συνέχεια μαθήτευσε κοντά στον Φώτιο Κόντογλου (1953-1959) και συνεργάστηκε μαζί του στην εικονογράφηση εκκλησιών.Ο Κόντογλου τον επηρέασε βαθειά στην εικαστική τεχνική.
Οργάνωσε ατομικές εκθέσεις στην Αθήνα, (Γκαλερί «Τέχνη» 1958, Ώρα 1969,1973, 1976,1978, «Θόλος» 1975, Κρεωνίδη 1978, «Αργώ» 1982, την Θεσσαλονίκη 1970, Κοχλίας 1974,1977, τον Βόλο (Τέχνη 1970), την Κατερίνη 1977 και το Ηράκλειο Κρήτης (Γκαλερί Σταυρακάκη ) 1979, και πήρε μέρος σε πολλές Πανελλήνιες και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα. Η δουλειά του παρουσιάστηκε επίσης σε ομαδικές εκθέσεις στην Κολωνία 1976, τη Γιαουντέ του Καμερούν 1980, καθώς και σε δύο εκθέσεις που οργάνωσε η Εθνική Πινακοθήκη στο Δουβλίνο 1979, και τις Βρυξέλλες 1988. Το 1989 η Εθνική Πινακοθήκη οργάνωσε μεγάλη αναδρομική έκθεση με έργα ζωγραφικής και χαρακτικής στην Αθήνα και Αλεξανδρούπολη.
Η πλέον πρόσφατη έκθεση του έγινε στον «Αστρολάβο» Πειραιώς το 1992.
Ασχολήθηκε επίσης με την αγιογράφηση εκκλησιών στην Ελλάδα, του μοναστηριού του Cheverogne του Βελγίου, και του ναού του Ορθοδόξου Κέντρου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Chambesy της Γενεύης. Το τελευταίο αυτό έργο είχε ιδιαίτερη προβολή στον ελληνικό και ξένο τύπο και χαρακτηρίστηκε ως μια προσπάθεια εξεύρεσης μιας νέας εικαστικής μορφολογίας, βασισμένης στην παράδοση αλλά με έντονα προσωπικό ύφος, για την εικονογράφηση ορθοδόξων εκκλησιών.
Εκτός από ζωγράφος και χαράκτης ο Ράλλης Κοψίδης είναι και δόκιμος πεζογράφος με αξιόλογη επίδοση στην συγγραφή και εικονογράφηση βιβλίων.
Από το 1972 έως το 1974 ασχολήθηκε με την έκδοση του περιοδικού «Κάνιστρο» και έχει γράψει και έχει εικονογραφήσει τα βιβλία: Σταυροί στον Άθωνα 1963, Εξοχή 1964, Προσκυνητάρι της Αίγινας 1965, Το Άδυτον 15 ξυλογραφίες για το Άγιο Όρος 1968, Μάνη η Πολύπυργος , (έκδοση του «Κάνιστρου» 1972), «Σπίτια Ελληνικά (έκδοση Κάνιστρου 1973), Ρακένδυτοι 1976, Κάστρο Ηλιόκαστρο , 1980, Τα κουρσούμια και άλλα ιστορήματα, 1985, «Στα μπάζα του Λαυρίου» 1985, Το Τετράδιο του Γυρισμού 1987. Στη συγγραφική του δράση συγκαταλέγονται και πολλά δημοσιεύματα για διάφορα περιοδικά καθώς και κείμενα για φυλλάδια που εκδόθηκαν με την ευκαιρία των ατομικών του εκθέσεων.
Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, το Υπουργείο Πολιτισμού, το Μουσείο Βορρέ , το Τελλόγλειο Ίδρυμα, την Πινακοθήκη Ιωαννίνων, την Πινακοθήκη Δήμου Θεσσαλονίκης, το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και σε πολλές ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Κατά την τεχνοκριτικό Αθηνά Σχινά:" Ο Κοψίδης βίωσε την βυζαντινή και βυζαντινολαϊκή παράδοση, χωρίς να µιµηθεί τους τρόπους ή να ακολουθήσει πιστά τα πρότυπα του δασκάλου του(Κόντογλου), από τα οποία εµπνεύστηκε... Ο Ράλλης κοψίδης, µέσα από το πνεύµα της ορθοδοξίας δεν ερµήνευσε το γράµµα, αλλά το πνεύµα της... Με την μέθοδο που ακολουθούν οι ανυφάντρες ή οι κεντίστρες, χτίζει ο Κοψίδης τις ιστορίες του. Ιστορίες που μοιάζουν με τα κοχύλια της θάλασσας, στα οποία όταν ακουμπά κανείς το αφτί του αφουγκράζεται το βουϊτό του πυθμένα και τους ψιθύρους ενός τόπου εγκαρτέρησης των αφανών. Γιατί ο Ράλλης Κοψίδης την αίσθηση της αφής και της ακοής την μετατρέπει σε εικόνα. Αφηγείται ό,τι έψαυσε και άγγιξε, ότι άκουσε και γνώρισε, ό,τι παρατήρησε και με την μνήμη του το ανακαλεί... Ο Ράλλης Κοψίδης με ένα μοναδικό ύφος αφηγείται, συνταιριάζει, συναιρεί και διαστέλλει στον χρόνο, τους ρυθμούς και τους τρόπους μιας συμβίωσης παραδοξοτήτων κι αντιθέσεων. Οι εικόνες του λειτουργούν ως μία μεταφορική γλώσσα εννοιών, που εμπεριέχει συμβολισμούς, αλληγορίες, ένα άρωμα λεπτής ειρωνίας και μια κριτική διάσταση"